- κατασυλλογιζομαι
- κατασυλλογίζομαικατα-συλλογίζομαιбыть опровергаемым
πρὸς τὸ μέ κ. Arst. — чтобы избежать опровержений (противника)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πρὸς τὸ μέ κ. Arst. — чтобы избежать опровержений (противника)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κατασυλλογίζομαι — (AM) (αποθ.) μσν. ερμηνεύω ορθολογικώς έννοιες και πράγματα που δεν ανάγονται στην περιοχή τού ορθού λόγου («κατασυλλογίζεσθαι πειρώμενος τὰ ἀσυλλόγιστα», Θεόδ. Στουδ.) αρχ. (λογ.) εκφέρω συμπέρασμα εναντίον κάποιου («πρὸς δὲ τὸ μὴ… … Dictionary of Greek
κατασυλλογιζόμενον — κατασυλλογίζομαι have a conclusion drawn against one pres part mp masc acc sg κατασυλλογίζομαι have a conclusion drawn against one pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασυλλογισθέντα — κατασυλλογίζομαι have a conclusion drawn against one aor part mp neut nom/voc/acc pl κατασυλλογίζομαι have a conclusion drawn against one aor part mp masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασυλλογισόμεθα — κατασυλλογίζομαι have a conclusion drawn against one aor subj mp 1st pl (epic) κατασυλλογίζομαι have a conclusion drawn against one fut ind mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασυλλογιζόμενοι — κατασυλλογίζομαι have a conclusion drawn against one pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασυλλογιζόμενος — κατασυλλογίζομαι have a conclusion drawn against one pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασυλλογίζεσθαι — κατασυλλογίζομαι have a conclusion drawn against one pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασυλλογίζωνται — κατασυλλογίζομαι have a conclusion drawn against one pres subj mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασυλλογίσασθαι — κατασυλλογίζομαι have a conclusion drawn against one aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)